περιτραυλίζω

περιτραυλίζω
Μ
μτφ. πετώ εδώ κι εκεί κελαηδώντας θρηνητικα («χελιδών... τὸν Τηρέα περιτραυλίζουσα», Ευστ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”